σύγκαιρα

σύγκαιρα
Ν
επίρρ. βλ. σύγκαιρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σύγκαιρα — σύγκαιρος of the season neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγκαιρος — η, ο / σύγκαιρος, ον, ΝΑ έγκαιρος νεοελλ. σύγχρονος αρχ. αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος. επίρρ... σύγκαιρα Ν 1. έγκαιρα 2. συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καιρός (< καιρός), πρβλ. ἐπί καιρος, πρόσ καιρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”